ζευγιτῶν

ζευγιτῶν
ζευγῑτῶν , ζευγίτης
yoked in pairs
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ζευγίσιον — ζευγίσιον, τὸ (Α) [ζευγίτης] ο φόρος τών ζευγιτών …   Dictionary of Greek

  • ιππάς — ἱππάς, άδος, ἡ (Α) [ίππος] 1. (ως επίθ. θηλ. τού ιππικός) ιππική («ἱππὰς στολή», Ηρόδ.) 2. (στην Αθήνα και στη Ρώμη) η τάξη τών ιππέων («ἐκ πεντακοσιομεδίμνων καὶ ζευγιτῶν καὶ τρίτου μέλους τῆς καλουμένης ἱππάδος», Αριστοτ.) 3. ο φόρος στον οποίο …   Dictionary of Greek

  • σόλων — Αθηναίος νομοθέτης (γύρω στα 640 γύρω στα 560 π.Χ.). Ανήκε στην αριστοκρατική οικογένεια των Κοδριδών και κατατάσσεται μεταξύ των Επτά Σοφών της αρχαίας Ελλάδας, δηλαδή σ’ ένα μικρό κύκλο εκλεκτών αντρών, που χρησίμευαν στους αρχαίους ως πρότυπα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”